Ginseng

Οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν πανάκεια, δηλαδή φάρμακο για όλες τις ασθένειες. Στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική, χρησιμοποιείται για περισσότερα από 2.000 χρόνια.

Σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα βότανα στον κόσμο και οι τονωτικές και θεραπευτικές ιδιότητές του το κατατάσσουν στα σημαντικότερα φυσικά βοηθήματα για την τόνωση του ανθρώπινου οργανισμού.

Εκχυλίσματα φυτών του γένους Panax από την οικογένεια Araliaceae περιέχουν χημικές ουσίες οι οποίες φαίνεται πως επιδρούν στην υγεία του οργανισμού. Τα εκχυλίσματα αυτά αναφέρονται ως Ginseng και οι λειτουργικές επιδράσεις τους ποικίλουν ανάλογα με το είδος του φυτού, το χρησιμοποιούμενο τμήμα του φυτού και την χώρα προέλευσης.

Τα πιο γνωστά είναι το κινεζικό και κορεατικό ginseng (Panax Ginseng) , το αμερικανικό ginseng (Panax quinquefolius), το ιαπωνικό (Panax Japonicum). Ωστόσο, η ίδια ονομασία έχει δοθεί σε ορισμένα άλλα γένη φυτών που έχουν παρόμοιες ιδιότητες, όπως το σιβηριανό ginseng (Eleutherococcus senticosis), το βραζιλιάνικο ginseng (Pfaffia paniculata) και το ινδικό ginseng (Withana somnifera).

Αναφέρονται ποικίλες θετικές επιδράσεις στην υγεία όπως:

  • Ενίσχυση των συστημάτων προσαρμογής όπως στις ακραίες θερμοκρασίες
  • Ενίσχυση του ανοσοποιητικού και την αντίσταση στις λοιμώξεις
  • Αύξηση της αντοχής
  • Διέγερση  της ερωτικής διάθεσης
  • Ανακούφιση από τον πονοκέφαλο και την κόπωση
  • Ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης σε περιπτώσεις υπότασης
  • Βελτίωση της πνευματικής απόδοσης, της ικανότητας συγκέντρωσης και ενισχυση της μνήμης
  • Ρύθμιση του σακχάρου
  • Μείωση του κινδύνου εμφάνισης ορισμένων μορφών καρκίνου
  • Στην καλύτερη αντιμετώπιση της αίσθησης πείνας.

Γενικά, δεν αναφέρεται πως θεραπεύει συγκεκριμένες παθήσεις, πιστεύεται όμως ότι προσφέρει ευεξία και μακροζωία.

Οι πιο σημαντικές ουσίες στις οποιες οφείλονται οι ευεγερτικές ιδιότητες είναι οι γλυκοσίδες ή τσινσενοσίδες οι οποίες επιδρούν στην νευρική και ορμονική δραστηριότητα του οργανισμού.
Οι ακριβείς μηχανισμοί δράσης δεν έχουν διαπιστωθεί.

Η πλέον επικρατούσα θεωρία για τον τρόπο δράσης των γλυκοσιδων στον ανθρώπινο οργανισμό είναι οτι διεγείρουν τον υποθάλαμο, ένας ενδοκρινής αδένας που ελέγχει την υπόφυση. Η υπόφυση ελευθερώνει διάφορες ορμόνες που επιδρούν άλλους ενδοκρινείς αδένες όπως τα επινεφρίδια. Τα επινεφρίδια παράγουν κορτιζόλη, μια κύρια ορμόνη της απάντησης στο στρες. Επίσης η κορτιζόλη είναι γνωστή και ως ”ανταγωνιστική” ορμόνη της ινσουλίνης, της βασικής ρυθμιστικής ορμόνης του μεταβολισμού της γλυκόζης.

Στο εμπόριο είναι διαθέσιμο σε διάφορες μορφές. Η ρίζα του φυτού μασιέται ή γίνεται σκόνη και προστίθεται στα φαγητά ή τις σαλάτες. Επίσης γίνεται αφέψημα. Τέλος κυκλοφορούν πολλά συμπληρώματα σε δισκία ή αμπούλες.

Γενικά, θεωρείται ασφαλές βότανο και, μέχρι σήμερα, δεν έχουν διαπιστωθεί βλαβερές επιδράσεις του στον οργανισμό. Σε μεγάλες ποσότητες, όμως, μπορεί να προκαλέσει νευρικότητα, ευερεθιστότητα, υπερδιέγερση, αϋπνία, πονοκέφαλο, δερματικά προβλήματα (εξανθήματα, φαγούρα), ναυτία, διάρροια, πρήξιμο, διαταραχές στην πίεση του αίματος, πόνο στο στήθος.

Αντενδείκνυται η κατανάλωση μαζί με καφέ και κατά τις περιόδους εγκυμοσύνης.